- κυκλοτερές
- κυκλοτερήςmade round by turningmasc/fem voc sgκυκλοτερήςmade round by turningneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θόλος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ., 918 κάτ.) στην πρώην επαρχία Φυλλίδος του νομού Σερρών. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, 26 χλμ. ΝΑ των Σερρών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ζίχνης. * * * ο (ΑΜ θόλος, ὁ και ἡ, Μ και ουδ. θόλον, τό)… … Dictionary of Greek
ρόμβος — ῥόμβος, ΝΜΑ, και ῥύμβος Α 1. παραλληλόγραμμο μη ορθογώνιο που έχει τις τέσσερεις πλευρές του ίσες 2. ζωολ. ονομασία διαφόρων ψαριών 3. λόγια ονομασία τής σβούρας 4. ρομβοειδές τμήμα ξύλου το οποίο προσαρμόζεται σε χειρολαβή από τη μία επιμήκη… … Dictionary of Greek
Amphitheatrum Castrense — Das Amphitheatrum Castrense heute Das Amphitheatrum Castrense war ein Amphitheater in der Stadt Rom zur Zeit des Imperium Romanum. Neben dem Kolosseum ist es das einzige Amphitheater der Stadt, von dem heute noch Reste erhalten sind. Es wird… … Deutsch Wikipedia
γύρος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 360 μ., 18 κάτ.) του νομού Δράμας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νικηφόρου. 2. Οικισμός (46 κάτ.) του νομού Ηλείας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αρχαίας Ολυμπίας. * * * ο (Α γῡρος, Μ γύρος) 1 … Dictionary of Greek
ημιπύργιο — το (Α ἡμιπύργιον) κτίσμα που είναι κατά το ήμισυ πύργος, δηλαδή κατά το ήμισυ είναι κυκλοτερές και κατά το άλλο ήμισυ έχει επίπεδη επιφάνεια … Dictionary of Greek
οδοντίζω — ὀδοντίζω (Α) [οδούς] γυαλίζω, στιλβώνω κάτι με τη χρήση δοντιού, δηλαδή σκληρού και λείου οστού 2. (το παθ.) ὀδοντίζομαι (σχετικά με μηχάνημα) εφοδιάζομαι με δόντια («ἔτσι δὲ τὸ τύμπανον κυκλοτερές κατασκεύασμα ὠδοντισμένον», Ορειβ.) … Dictionary of Greek
σκιάδα — Ημιορεινός οικισμός (110 κάτ., υ ψόμ. 220 μ.), στην επαρχία Σαπών του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Φιλλύρας. * * * η / σκιάς, άδος, ΝΑ 1. καθετί που χρησιμεύει για προφύλαξη από τον ήλιο, για σκιά 2. ομπρέλα για τον ήλιο,… … Dictionary of Greek
στροφάλιγξ — ιγγος, η, ΝΑ νεοελλ. (λόγιος τ.) στρ. μεταλλική ή ξύλινη προεξοχή στις δύο πλευρές τού σωλήνα πυροβόλου η οποία επιτρέπει την περιστροφή τού σωλήνα, ώστε να μπορεί αυτός να πάρει συγκεκριμένη κλίση ως προς το οριζόντιο επίπεδο αρχ. 1. περιστροφή … Dictionary of Greek
σφαιροειδής — ές, ΝΜΑ 1. αυτός που μοιάζει με σφαίρα, σφαιρικός, στρογγυλός («διὸ δὴ καὶ σφαιροειδὲς... καὶ κυκλοτερὲς [τὸ σχῆμα τοῡ κόσμου] ἐτορνεύσατο», Πλάτ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το σφαιροειδές στερεό τού οποίου το σχήμα ελάχιστα διαφέρει από το σχήμα τής… … Dictionary of Greek
τετράγωνος — η, ο / τετράγωνος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει σχήμα τετραγώνου, δηλ. αυτός που έχει τέσσερεις γωνίες ορθές και τέσσερεις πλευρές ίσες (α. «τετράγωνα ιστία» β. «δοκοὺς τετραγώνους», Θουκ.) 2. μτφ. τέλειος όπως το τετράγωνο, σταθερός, θετικός,… … Dictionary of Greek